- αὐτομήτωρ
- αὐτο-μήτωρ, ορος, ἡ,A very mother herself, or her mother's very child, dub. in Semon.7.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτομήτωρ — αὐτομήτωρ ( ορος), η (Α) ίδια η μητέρα, απαράλλαχτα όμοια με τη μητέρα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + μήτωρ < μήτηρ (πρβλ. αμήτωρ, πατρομήτωρ, προμήτωρ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αὐτομήτορα — αὐτομήτωρ very mother herself masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek